- ανιστόρητος
- κ. ανιστόριστος, -η, -ο (AM ἀνιστόρητος, -ον)1. αυτός που αγνοεί την ιστορία, ο ιστορικά αμόρφωτος2. αυτός που δεν αναφέρεται από την ιστορία, αμνημόνευτος, ακατάγραφος, άγνωστοςνεοελλ.1. αμόρφωτος, αγράμματος2. αυτός που δεν μπορεί να περιγραφεί («λαχτάρες ανιστόριστες», «Εσύ με τ' ανιστόριστα τα κάλλη» (Κ. Παλαμάς)μσν.(για εκκλησίες) ο μη ζωγραφισμένος, ο δίχως εικόνες, αζωγράφητοςαρχ.απληροφόρητος για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.